- αλωναριάζομαι
- [αλωνάρης]παθαίνω ηλίαση κατά τον μήνα Ιούλιο, τον Αλωνάρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλωνάρης — ο 1. ο αλωνιστής* 2. (ως κύριο όνομα) ο μήνας Ιούλιος γιατί τότε γίνεται το αλώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάλ. άρης. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. αλώνι και χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία τού Ιουλίου λόγω τού αλωνισμού τών… … Dictionary of Greek